λεύκωμα是什么意思_λεύκωμα读音|解释_λεύκωμα同义词|反义词

λεύκωμα

希腊语

名词

λεύκωμα (léfkoman(复数 λευκώματα

  1. 相册
  2. 蛋白蛋清
  3. 蛋白质
  4. (医学, 口语) 蛋白尿

变格

参见

  • ασπράδι n (asprádi, 蛋白)
  • 对比:λευκωματίνη f (lefkomatíni)