希腊语
名词
λεύκωμα (léfkoma) n(复数 λευκώματα)
- 册,相册
- 蛋白,蛋清
- 蛋白质
- (医学, 口语) 蛋白尿
变格
λεύκωμα的变格
单数
|
复数
| 主格
|
λεύκωμα •
|
λευκώματα •
|
---|
属格
|
λευκώματος •
|
λευκωμάτων •
|
---|
宾格
|
λεύκωμα •
|
λευκώματα •
|
---|
呼格
|
λεύκωμα •
|
λευκώματα •
|
---|
参见
- ασπράδι n (asprádi, “蛋白”)
- 对比:λευκωματίνη f (lefkomatíni)