ασπράδι 希腊语 名词 ασπράδι (asprádi) n(复数 ασπράδια) 蛋白,卵白 (口语) 巩膜,眼白变格 ασπράδι的变格 单数 复数 主格 ασπράδι • ασπράδια • 属格 ασπραδιού • ασπραδιών • 宾格 ασπράδι • ασπράδια • 呼格 ασπράδι • ασπράδια • 近义词 (蛋白): λεύκωμα n (léfkoma)同类词汇 άσπρος (áspros, “白色的”)