χώρος 希腊语 词源 源自古希腊语 χῶρος (khôros)。 名词 χώρος (chóros) m(复数 χώροι) 空间 区域,地方 ακάλυπτος χώρος ― akályptos chóros ― 内庭 场地变格 χώρος的变格 单数 复数 主格 χώρος • χώροι • 属格 χώρου • χώρων • 宾格 χώρο • χώρους • 呼格 χώρε • χώροι • 相关词汇 χώρα f (chóra, “国家”)