πουλί
希腊语
词源
源自中古希腊语 πουλλίν (poullín),源自通用希腊语 πουλλίον (poullíon, ποῦλλος (poûllos)的指小词),源自拉丁语 pullus或古希腊语 πῶλος (pôlos, “马驹”)。
发音
- IPA(帮助):/puˈli/
- 断字:που‧λί
名词
πουλί (poulí) n(复数 πουλιά)
- 鸟
- Η πλατεία ήταν γεμάτη πουλιά.
- I plateía ítan gemáti pouliá.
- 广场上满是鸟。
- (口语, 儿童用语, 委婉) 小鸡鸡,阴茎
- Σταματά να παίζεις με το πουλί σου!
- Stamatá na paízeis me to poulí sou!
- 别玩你的小鸡鸡了!
变格
πουλί的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | πουλί • | πουλιά • |
属格 | πουλιού • | πουλιών • |
宾格 | πουλί • | πουλιά • |
呼格 | πουλί • | πουλιά • |
近义词
- (鸟): πτηνό n (ptinó) , πετούμενο n (petoúmeno)
- (阴茎): πέος n (péos) 〈解〉, ανδρικό μόριο n (andrikó mório, “男性成员”) 〈婉〉, καυλί n (kavlí) 〈口/粗〉, πούτσος m (poútsos) 〈口/粗〉, ψωλή f (psolí) 〈口/粗〉, μαλαπέρδα f (malapérda) 〈口/粗〉
派生词
- αγιοπούλι n (agiopoúli)
- αϊτόπουλο n (aïtópoulo)
- βασιλοπούλι n (vasilopoúli)
- γαλοπούλα f (galopoúla), γαλόπουλο n (galópoulo)
- γυφτοπούλι n (gyftopoúli)
- διαβολοπούλι n (diavolopoúli)
- εξυπνοπούλι n (exypnopoúli) 〈喻〉, ξυπνοπούλι n (xypnopoúli)
- θαλασσοπούλι n (thalassopoúli)
- καμηλοπούλι n (kamilopoúli)
- κιτρινοπούλι n (kitrinopoúli)
- κλωσόπουλο n (klosópoulo), κλωσσόπουλο n (klossópoulo), κλωσσοπούλι n (klossopoúli)
- κοτόπουλο n (kotópoulo), κοτοπουλάκι n (kotopouláki, 指小词)
- μαυροπούλι n (mavropoúli)
- νυχτοπούλι n (nychtopoúli)
- πουλάδα f (pouláda), πουλαδίτσα f (pouladítsa, 指小词)
- πουλάκι n (pouláki, 指小词)
- πουλακίδα f (poulakída)
- πουλερικά n (pouleriká), πουλερικό n (poulerikó)
- Πουλολόγος m (Poulológos) 〈书〉
- τουρκοπούλι n (tourkopoúli)
- χαζοπούλι n (chazopoúli) 〈喻〉
- ψαροπούλι n (psaropoúli)
相关词汇
- -πούλα f (-poúla) (指小后缀)
- -πουλο n (-poulo) (指小后缀)
- πουλάρι (poulári)