κοτόπουλο 希腊语 发音 IPA(帮助):/kɔˈtɔpulɔ/ 断字:κο‧τό‧που‧λο名词 κοτόπουλο (kotópoulo) n(复数 κοτόπουλα) 小母鸡 鸡肉变格 κοτόπουλο的变格 单数 复数 主格 κοτόπουλο • κοτόπουλα • 属格 κοτόπουλου • κοτόπουλων • 宾格 κοτόπουλο • κοτόπουλα • 呼格 κοτόπουλο • κοτόπουλα • 近义词 κότα f (kóta, “母鸡,鸡”)