διδασκάλισσα
希腊语
名词
διδασκάλισσα (didaskálissa) f(复数 διδασκάλισσες,阳性 διδάσκαλος)
- (教育) 女教师
变格
διδασκάλισσα的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | διδασκάλισσα • | διδασκάλισσες • |
属格 | διδασκάλισσας • | διδασκαλισσών • |
宾格 | διδασκάλισσα • | διδασκάλισσες • |
呼格 | διδασκάλισσα • | διδασκάλισσες • |
同类词汇
- 参见:δάσκαλος m (dáskalos, “教师”) 参见其他同类词汇
相关词汇
- 参见:δάσκαλος m (dáskalos, “教师,导师”)