άσπρος
希腊语
词源
源自通用希腊语 ἄσπρος (áspros),源自拉丁语 asper (“粗糙的”)。[1]
发音
- IPA(帮助):/ˈaspɾos/
形容词
άσπρος (áspros) m(阴性 άσπρη,中性 άσπρο)
- 白色的
变格
άσπρος 的变格
单数 | 复数 | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | άσπρος • | άσπρη • | άσπρο • | άσπροι • | άσπρες • | άσπρα • |
属格 | άσπρου • | άσπρης • | άσπρου • | άσπρων • | άσπρων • | άσπρων • |
宾格 | άσπρο • | άσπρη • | άσπρο • | άσπρους • | άσπρες • | άσπρα • |
呼格 | άσπρε • | άσπρη • | άσπρο • | άσπροι • | άσπρες • | άσπρα • |
衍生 | 比较级: πιο (pio) + 肯定形(例如:πιο άσπρος) 相对最高级: 定冠词 + πιο (pio) + 肯定形(例如:ο πιο άσπρος (o pio áspros)) |
近义词
- λευκός (lefkós) (更正式、常用)
相关词汇
- άσπρο (áspro)
同类词汇
参考资料
- ↑ άσπρος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.