χωριό 希腊语 名词 χωριό (chorió) n(复数 χωριά) (地理学) 村庄 (集合名词) 村民,村庄的所有居民变格 χωριό的变格 单数 复数 主格 χωριό • χωριά • 属格 χωριού • χωριών • 宾格 χωριό • χωριά • 呼格 χωριό • χωριά • 相关词汇 χώρα f (chóra, “城镇;国家”)参见 πατρίδα f (patrída, “家乡”)