σκεπή
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
词源
源自σκεπάζω (skepázo)。
名词
σκεπή (skepí) f(复数 σκεπές)
变格
σκεπή的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | σκεπή • | σκεπές • |
属格 | σκεπής • | σκεπών • |
宾格 | σκεπή • | σκεπές • |
呼格 | σκεπή • | σκεπές • |
相关词汇
- 参见:σκεπάζω (skepázo, “覆盖”)
拓展阅读
- Στέγη在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el
- σκεπή in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.