κοκκινίζω是什么意思_κοκκινίζω读音|解释_κοκκινίζω同义词|反义词

κοκκινίζω

希腊语

词源

源自通用希腊语 κοκκινίζω

发音

  • IPA(帮助)/ko.ciˈni.zo/
  • 断字:κοκ‧κι‧νί‧ζω

动词

κοκκινίζω (kokkinízo) (过去简单式 κοκκίνισα被动语态 —)

  1. 变红
  2. 羞红,因羞愧尴尬等而脸红

变位

相关词汇

  • αναψοκοκκινίζω (anapsokokkinízo, 因运动或愤怒而脸红)
  • κατακοκκινίζω (katakokkinízo)
  • κοκκινισμένος (kokkinisménos, 分词)
  • ροδοκοκκινίζω (rodokokkinízo)