κοινωνία
希腊语
词源
发音
- IPA(帮助):/ci.noˈni.a/
- 断字:κοι‧νω‧νί‧α
名词
κοινωνία (koinonía) f(复数 κοινωνίες)
- 社区
- σοσιαλιστική κοινωνία ― sosialistikí koinonía ― 社会主义社区
- κλειστή κοινωνία ― kleistí koinonía ― 封闭社区
- 社会,社群
- η κοινωνία της αφθονίας ― i koinonía tis afthonías ― 富裕社会
- (基督教) 圣餐
- Θεία κοινωνία ― Theía koinonía ― 圣餐
变格
κοινωνία的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | κοινωνία • | κοινωνίες • |
属格 | κοινωνίας • | κοινωνιών • |
宾格 | κοινωνία • | κοινωνίες • |
呼格 | κοινωνία • | κοινωνίες • |
相关词汇
- κοινωνώ (koinonó, “领圣餐;给圣餐”)
- κοινωνιολογία (koinoniología, “社会学”)