δοξάρι 希腊语 词源 源自古希腊语 δοξάριον (doxárion)。 名词 δοξάρι (doxári) n(复数 δοξάρια) (音乐) 弦乐器的弓变格 δοξάρι的变格 单数 复数 主格 δοξάρι • δοξάρια • 属格 δοξαριού • δοξαριών • 宾格 δοξάρι • δοξάρια • 呼格 δοξάρι • δοξάρια • 参见 τόξο n (tóxo, “弓”) (武器)