γαλατάδικο
希腊语
词源
γάλα (gála, “奶,乳”) + -άδικο (-ádiko, “商店”)
名词
γαλατάδικο (galatádiko) n(复数 γαλατάδικα)
变格
γαλατάδικο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | γαλατάδικο • | γαλατάδικα • |
属格 | γαλατάδικου • | γαλατάδικων • |
宾格 | γαλατάδικο • | γαλατάδικα • |
呼格 | γαλατάδικο • | γαλατάδικα • |
近义词
- (乳品店): γαλακτοπωλείο n (galaktopoleío)
相关词汇
- 参见:γαλακτοκομείο n (galaktokomeío)