αρσενικός是什么意思_αρσενικός读音|解释_αρσενικός同义词|反义词

αρσενικός

希腊语

词源

源自古希腊语 ἀρσενικός (arsenikós, 男性的,雄性的)

形容词

αρσενικός (arsenikósm(阴性 αρσενική αρσενικιά,中性 αρσενικό

  1. (语法) 阳性
  2. (生物学) 雄性

变格

近义词

  • αρσ. (ars.) (缩写)

同类词汇

  • θηλυκός (thilykós)
  • ουδέτερος (oudéteros)

相关词汇

  • άρρενας (árrenas)

参见

拓展阅读