αρσενικό是什么意思_αρσενικό读音|解释_αρσενικό同义词|反义词

αρσενικό

希腊语

词源1

源自古希腊语 ἄρσην (ársēn, 男性的,雄性的,阳刚的,阳性的)

形容词

αρσενικό (arsenikó)

  1. αρσενικός (arsenikós)宾格单数阳性形式。
  2. αρσενικός (arsenikós)主格宾格呼格单数中性形式。

名词

αρσενικό (arsenikón(复数 αρσενικά

  1. (语法) 阳性
  2. 阳刚男子气

变格

词源2

源自古希腊语 ἀρσενικόν (arsenikón, 雌黄;三硫化二砷)

名词

αρσενικό (arsenikón(不可数)

  1. (化学)
变格
同类词汇
  • Appendix:希腊语化学元素名称

拓展阅读

  •   αρσενικό在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el