αξιωματικός是什么意思_αξιωματικός读音|解释_αξιωματικός同义词|反义词

αξιωματικός

来源于新华字典·百度汉语

希腊语

词源

源自古希腊语 ἀξιωματικός (axiōmatikós),源自ἀξίωμα (axíōma, 等级,重要性)

发音

  • IPA(帮助)/aksiomatiˈkos/
  • 断字:α‧ξι‧ω‧μα‧τι‧κός

形容词

αξιωματικός (axiomatikósm(阴性 αξιωματική,中性 αξιωματικό

  1. 权威的,决定性
  2. (数学) 公理

变格

相关词汇

名词

αξιωματικός (axiomatikósm(复数 αξιωματικοί

  1. (军事) 军官
  2. (航海) 大副
  3. (国际象棋)
    近义词: τρελός (trelós)

变格

相关词汇

  • 参见:αξίωση f (axíosi, 要求;索赔)

派生词

参见

πεσσοί (pessoí)(布局 · 文字)
           
βασιλιάς (vasiliás) βασίλισσα (vasílissa) πύργος (pýrgos) αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) ίππος (íppos) στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni)

派生语汇

  • 阿罗马尼亚语: axiumatico