αλεπού
希腊语
词源
源自中古希腊语 ἀλωπού (alōpoú)、ἀλωπώ (alōpṓ),源自古希腊语 ἀλώπηξ (alṓpēx),源自原始希腊语 *alōpēḱos(类似古典亚美尼亚语 աղուէս (ałuēs)),原始印欧语 *h₂wl(o)p ~ *h₂ulp (“(赤)狐”)的指小词(对比拉丁语 volpēs、立陶宛语 lãpė、阿尔巴尼亚语 dhelpër、波斯语 روباه (rubâh))。
名词
αλεπού (alepoú) f(复数 αλεπούδες)
变格
αλεπού的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αλεπού • | αλεπούδες • |
属格 | αλεπούς • | αλεπούδων • |
宾格 | αλεπού • | αλεπούδες • |
呼格 | αλεπού • | αλεπούδες • |
近义词
- αλώπηξ f (alópix)
- 〈废〉 αλουπού f (aloupoú)
派生词
- αλεποπορδή f (alepopordí, “马勃”, 字面意思为“狐狸屁”)
- αλεπότρυπα f (alepótrypa, “狐狸巢”)
- αλεπουδάκι n (alepoudáki, “小狐狸,狐狸崽”)
- αλεπουδίσιος (alepoudísios, “狐狸的,似狐狸的”)
- αλεποφωλιά f (alepofoliá, “狐狸巢”)
- αλωπεκή f (alopekí, “狐狸皮”)
拓展阅读
- αλεπού in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- αλεπού在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el