αλεξήλιο
希腊语
词源
源自αλεξ- (alex-, “保护,偏移”) + ήλιος (ílios, “太阳”),仿译自法语 parasol。
名词
αλεξήλιο (alexílio) n(复数 αλεξήλια)
变格
αλεξήλιο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αλεξήλιο • | αλεξήλια • |
属格 | αλεξήλιου • αλεξηλίου • | αλεξήλιων • αλεξηλίων • |
宾格 | αλεξήλιο • | αλεξήλια • |
呼格 | αλεξήλιο • | αλεξήλια • |
近义词
- παρασόλι n (parasóli)
- ομπρέλα f (ompréla)
同类词汇
- αλεξιβρόχιο n (alexivróchio, “雨伞”)
相关词汇
- 参见:ήλιος m (ílios, “太阳”)