ήλιος是什么意思_ήλιος读音|解释_ήλιος同义词|反义词

ήλιος

希腊语

其他写法

词源

源自古希腊语 ἥλιος (hḗlios, 太阳,阳光),源自原始希腊语 *hāwélios,源自前希腊语或晚期原始印欧语*sāwélios,源自原始印欧语 *sóh₂wl̥

发音

  • IPA(帮助)/ˈi.ʎos/, /ˈi.li.os/
  • 断字:ή‧λιος

名词

ήλιος (íliosm(复数 ήλιοι

  1. 太阳
    Η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο.
    I Gi peristréfetai gýro apó ton Ílio.
    地球绕着太阳转动。
  2. (引申) 阳光日光
  3. (引申) 晴天
  4. 恒星 尤指有行星围绕转动者
  5. (比喻) 向日葵

变格

派生词

  • αλεξήλιο n (alexílio, 遮阳伞)
  • ανήλιαγος (aníliagos, 无阳光的)
  • ανήλιαστος (aníliastos, 无阳光的)
  • ανήλιος (anílios, 无阳光的)
  • αντηλάρισμα (antilárisma, 反射阳光的)
  • αντηλιά f (antiliá, 眩光,反射的阳光)
  • αντηλιακός (antiliakós, 阻挡阳光的)
  • αντήλιος (antílios, 反射阳光的)
  • ηλιάζω (iliázo, 晒日光浴)
  • ηλιακωτό n (iliakotó, 阳光充足的地方)
  • ηλίανθος m (ilíanthos, 向日葵)
  • ηλίαση f (ilíasi, 中暑)
  • ηλιαχτίδα f (iliachtída, 太阳光束)
  • ήλιο n (ílio, )
  • ηλιοθεραπεία f (iliotherapeía, 日光浴,日光疗法)
  • ηλιόλουστος (ilióloustos, 阳光灿烂的)
  • ηλιόλουτρο n (ilióloutro, 日光浴,日光疗法)
  • ηλιόφωτος (iliófotos, 明亮的,被阳光照亮的)
  • ηλιόχαρος (iliócharos, 明亮的,被阳光照亮的)
  • ηλιοψημένος (iliopsiménos, 被阳光晒黑的)
  • λιάζω (liázo, 晒日光浴)
  • λιακάδα f (liakáda, 阳光)
  • λιακωτό n (liakotó, 阳光充足的地方)

拓展阅读