αγωγή
希腊语
词源
继承自古希腊语 ἀγωγή (agōgḗ)。
名词
αγωγή (agogí) f(复数 αγωγές)
变格
αγωγή的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αγωγή • | αγωγές • |
属格 | αγωγής • | αγωγών • |
宾格 | αγωγή • | αγωγές • |
呼格 | αγωγή • | αγωγές • |
衍生词汇
- ανταγωγή f (antagogí, “反诉”)
- παιδαγωγός m 或 f (paidagogós, “教育者”)
- σεξουαλική αγωγή f (sexoualikí agogí, “性教育”)
- φυσική αγωγή f (fysikí agogí, “体育”)