όργανο
希腊语
词源
源自古希腊语 ὄργανον (órganon)。
发音
- IPA(帮助):/ˈoɾ.ɣa.no/
名词
όργανο (órgano) n(复数 όργανα)
- (医学, 解剖学) 器官
- Η καρδιά είναι ένα όργανο του ανθρώπινου σώματος.
- I kardiá eínai éna órgano tou anthrópinou sómatos.
- 心脏是人体的一个器官。
- (音乐) 乐器
- μουσικό όργανο ― mousikó órgano ― 乐器
- 器具,器械,仪器
- (非正式或称谓) 警察
变格
όργανο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | όργανο • | όργανα • |
属格 | οργάνου • | οργάνων • |
宾格 | όργανο • | όργανα • |
呼格 | όργανο • | όργανα • |
派生词
- αισθητήριο όργανο n (aisthitírio órgano, “感官”)
- αναπαραγωγικό όργανο n (anaparagogikó órgano, “生殖器官”)
- οργανικός m (organikós, “器官的;有机的”)
- οργάνωση f (orgánosi, “组织”)
- πνευστό όργανο n (pnefstó órgano, “管乐器”)