όργανο是什么意思_όργανο读音|解释_όργανο同义词|反义词

όργανο

希腊语

词源

源自古希腊语 ὄργανον (órganon)

发音

  • IPA(帮助)/ˈoɾ.ɣa.no/

名词

όργανο (órganon(复数 όργανα

  1. (医学, 解剖学) 器官
    Η καρδιά είναι ένα όργανο του ανθρώπινου σώματος.
    I kardiá eínai éna órgano tou anthrópinou sómatos.
    心脏是人体的一个器官
  2. (音乐) 乐器
    μουσικό όργανοmousikó órgano
    1. (音乐) 管风琴
      近义词: εκκλησιαστικό όργανο (ekklisiastikó órgano)
  3. 器具器械仪器
  4. (非正式或称谓) 警察

变格

派生词

  • αισθητήριο όργανο n (aisthitírio órgano, 感官)
  • αναπαραγωγικό όργανο n (anaparagogikó órgano, 生殖器官)
  • οργανικός m (organikós, 器官的;有机的)
  • οργάνωση f (orgánosi, 组织)
  • πνευστό όργανο n (pnefstó órgano, 管乐器)