όλμιο 希腊语 化学元素 Ho 前:δυσπρόσιο (dysprósio) (Dy) 后:έρβιο (érvio) (Er) 名词 όλμιο (ólmio) n(不可数) (化学) 钬变格 όλμιο (ólmio)的变格 单数 主格 όλμιο • 属格 ολμίου • 宾格 όλμιο • 呼格 όλμιο • 同类词汇 Appendix:希腊语化学元素名称延伸阅读 όλμιο在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el