ψαρόβαρκα
希腊语
词源
ψαρό- (psaró-, “鱼”) + βάρκα (várka, “小船,小艇”)
发音
- IPA(帮助):/psaˈɾo.vaɾ.ka/
名词
ψαρόβαρκα (psaróvarka) f(复数 ψαρόβαρκες)
变格
ψαρόβαρκα的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | ψαρόβαρκα • | ψαρόβαρκες • |
属格 | ψαρόβαρκας • | ψαρόβαρκων • |
宾格 | ψαρόβαρκα • | ψαρόβαρκες • |
呼格 | ψαρόβαρκα • | ψαρόβαρκες • |
相关词汇
- 参见:ψάρι n (psári, “鱼”)
参考资料
- ψαρόβαρκα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.