ψάρεμα 希腊语 名词 ψάρεμα (psárema) n(复数 ψαρέματα) 捕鱼,钓鱼变格 ψάρεμα的变格 单数 复数 主格 ψάρεμα • ψαρέματα • 属格 ψαρέματος • ψαρεμάτων • 宾格 ψάρεμα • ψαρέματα • 呼格 ψάρεμα • ψαρέματα • 近义词 αλιεία n (alieía)相关词汇 参见:ψάρι n (psári, “鱼”)拓展阅读 Αλιεία在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el