φορείο 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 词源 源自古希腊语 φορεῖον (phoreîon, “轿子”)。 名词 φορείο (foreío) n(复数 φορεία) 担架变格 φορείο的变格 单数 复数 主格 φορείο • φορεία • 属格 φορείου • φορείων • 宾格 φορείο • φορεία • 呼格 φορείο • φορεία •