φερώνυμος
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
词源
源自古希腊语 φέρω (phérō) + ὄνυμα (ónuma)。
形容词
φερώνυμος (ferónymos) m(阴性 φερώνυμη,中性 φερώνυμο)
- 同名的
变格
φερώνυμος 的变格
单数 | 复数 | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | φερώνυμος • | φερώνυμη • | φερώνυμο • | φερώνυμοι • | φερώνυμες • | φερώνυμα • |
属格 | φερώνυμου • | φερώνυμης • | φερώνυμου • | φερώνυμων • | φερώνυμων • | φερώνυμων • |
宾格 | φερώνυμο • | φερώνυμη • | φερώνυμο • | φερώνυμους • | φερώνυμες • | φερώνυμα • |
呼格 | φερώνυμε • | φερώνυμη • | φερώνυμο • | φερώνυμοι • | φερώνυμες • | φερώνυμα • |
衍生 | 比较级: πιο (pio) + 肯定形(例如:πιο φερώνυμος) 相对最高级: 定冠词 + πιο (pio) + 肯定形(例如:ο πιο φερώνυμος (o pio ferónymos)) |