τρέλα 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 其他写法 τρέλλα f (trélla)名词 τρέλα (tréla) f(复数 τρέλες) (医学) 疯狂,精神错乱 (复数) 狂欢变格 τρέλα的变格 单数 复数 主格 τρέλα • τρέλες • 属格 τρέλας • — 宾格 τρέλα • τρέλες • 呼格 τρέλα • τρέλες • 相关词汇 τρελός (trelós, “疯狂的”)