στομίδα 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 名词 στομίδα (stomída) f(复数 στομίδες) 嚼子变格 στομίδα的变格 单数 复数 主格 στομίδα • στομίδες • 属格 στομίδας • στομίδων • 宾格 στομίδα • στομίδες • 呼格 στομίδα • στομίδες • 参见 χαλινάρι n (chalinári, “缰绳”) χαλινός m (chalinós, “缰绳”) καπίστρι n (kapístri, “笼头”)