στομάχι
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
其他写法
- στόμαχος m (stómachos) 〈书〉
词源
源自通用希腊语 στομάχιον (stomákhion),古希腊语 στόμαχος (stómakhos)的指小词。
发音
- IPA(帮助):/stoˈma.çi/
名词
στομάχι (stomáchi) n(复数 στομάχια)
变格
στομάχι的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | στομάχι • | στομάχια • |
属格 | στομαχιού • | στομαχιών • |
宾格 | στομάχι • | στομάχια • |
呼格 | στομάχι • | στομάχια • |
同类词汇
- κοιλιά f (koiliá, “肚子,腹部”)
相关词汇
- στομαχόπονος m (stomachóponos, “胃痛”)
- στόμα n (stóma, “嘴,口”)