σπανάκι
希腊语
词源
源自中古希腊语 σπινάκιον (spinákion)、σπανάκιν (spanákin)、σπινάκι (spináki),源自波斯语 اسپناخ (ispanākh)。
名词
σπανάκι (spanáki) n(复数 σπανάκια)
- 菠菜 (Spinacia oleracea)
变格
σπανάκι的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | σπανάκι • | σπανάκια • |
属格 | — | — |
宾格 | σπανάκι • | σπανάκια • |
呼格 | σπανάκι • | σπανάκια • |
相关词汇
- σπανακόπιτα f (spanakópita, “菠菜派”)
派生语汇
- → 罗马尼亚语: spanac