πτώμα 希腊语 词源 源自古希腊语 πτῶμα (ptôma)。 名词 πτώμα (ptóma) n(复数 πτώματα) 尸体变格 πτώμα的变格 单数 复数 主格 πτώμα • πτώματα • 属格 πτώματος • πτωμάτων • 宾格 πτώμα • πτώματα • 呼格 πτώμα • πτώματα • 近义词 νεκρός m (nekrós) σορός f (sorós) κουφάρι n (koufári) ψοφίμι n (psofími)