πεζογραφία 希腊语 词源 πεζο- (pezo-, “非诗歌的”) + γραφή (grafí, “写作”) 名词 πεζογραφία (pezografía) f(不可数) 散文变格 πεζογραφία (pezografía)的变格 单数 主格 πεζογραφία • 属格 πεζογραφίας • 宾格 πεζογραφία • 呼格 πεζογραφία • 近义词 πεζολογία f (pezología)反义词 ποίηση f (poíisi, “诗歌”)