πέφτω是什么意思_πέφτω读音|解释_πέφτω同义词|反义词

πέφτω

希腊语

词源

继承自中世纪中古希腊语 πέφτω (péphtō),源自古希腊语 πίπτω (píptō),发生规则异化 [pt] > [ft] 及 [i] > [e],基于不定过去式词干 πεσ-[1]

发音

  • IPA(帮助)/ˈpe.fto/
  • 断字:πέ‧φτω

动词

πέφτω (péfto) (过去简单式 έπεσα被动语态 —,被动完成分词 πεσμένος)

  1. 降落掉落脱落
  2. 下降降低
  3. 躺下
  4. 下来
  5. 故障停止运作

变位

相关词汇

复合词
  • κακοπέφτω (kakopéfto)
  • καλοπέφτω (kalopéfto)
  • καταπέφτω (katapéfto)
  • ξεπέφτω (xepéfto)
  • παραπέφτω (parapéfto)
  • προσπέφτω (prospéfto)

源自πίπτω (pípto)

  • πεσών (pesón, 在战斗中倒下的,阵亡的, 分词) 常用复数:πεσόντες (pesóntes)

同类词汇

  • πετάω (petáo, )

参考资料

  1. πέφτω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.