πάρκο 希腊语 词源 借自意大利语 parco,源自 中世纪拉丁语 parricum,源自古法兰克语 *parrik。 名词 πάρκο (párko) n(复数 πάρκα) 公园 αιολικό πάρκο ― aiolikó párko ― 风电场变格 πάρκο的变格 单数 复数 主格 πάρκο • πάρκα • 属格 πάρκου • πάρκων • 宾格 πάρκο • πάρκα • 呼格 πάρκο • πάρκα •