οινόπνευμα
希腊语
词源
源自οίνος (oínos, “葡萄酒”) + πνεύμα (pnévma, “灵魂”),仿译自法语 esprit-de-vin。最早见于1831年。
发音
- IPA(帮助):/iˈnopnevma/
- 断字:οι‧νό‧πνευ‧μα
名词
οινόπνευμα (oinópnevma) n(复数 οινοπνεύματα)
变格
οινόπνευμα的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | οινόπνευμα • | οινοπνεύματα • |
属格 | οινοπνεύματος • | οινοπνευμάτων • |
宾格 | οινόπνευμα • | οινοπνεύματα • |
呼格 | οινόπνευμα • | οινοπνεύματα • |
近义词
- αλκοόλ n (alkoól)
相关词汇
拓展阅读
- οινόπνευμα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.