νεκροκεφαλή
希腊语
词源
νεκρο- (nekro-, “死亡”) + κεφαλή (kefalí, “头”)
发音
- IPA(帮助):/nekɾocefaˈli/
- 断字:νε‧κρο‧κε‧φα‧λή
名词
νεκροκεφαλή (nekrokefalí) f(复数 νεκροκεφαλές)
变格
νεκροκεφαλή的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | νεκροκεφαλή • | νεκροκεφαλές • |
属格 | νεκροκεφαλής • | νεκροκεφαλών • |
宾格 | νεκροκεφαλή • | νεκροκεφαλές • |
呼格 | νεκροκεφαλή • | νεκροκεφαλές • |
参见
- κρανίο n (kranío, “颅骨,头骨”)