μπουμπούκι 希腊语 名词 μπουμπούκι (boumpoúki) n(复数 μπουμπούκια) 芽,苞变格 μπουμπούκι的变格 单数 复数 主格 μπουμπούκι • μπουμπούκια • 属格 μπουμπουκιού • μπουμπουκιών • 宾格 μπουμπούκι • μπουμπούκια • 呼格 μπουμπούκι • μπουμπούκια • 近义词 οφθαλμός m (ofthalmós)派生语汇 → 罗马尼亚语: boboc