ματόκλαδο
希腊语
发音
- IPA(帮助):/maˈto.kla.ðo/
- 断字:μα‧τό‧κλα‧δο
名词
ματόκλαδο (matóklado) n(复数 ματόκλαδα)
变格
ματόκλαδο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | ματόκλαδο • | ματόκλαδα • |
属格 | ματόκλαδου • | ματόκλαδων • |
宾格 | ματόκλαδο • | ματόκλαδα • |
呼格 | ματόκλαδο • | ματόκλαδα • |
近义词
- βλεφαρίδα f (vlefarída) (最常用)
- ματοτσίνορο n (matotsínoro)
相关词汇
- 参见:μάτι n (máti, “眼”) & κλάδος m (kládos, “枝”)