ματιά 希腊语 名词 ματιά (matiá) f(复数 ματιές) 看,瞥 Ρίξε μια ματιά σ' αυτό το φάκελο!Ríxe mia matiá s' aftó to fákelo!看看这个文件夹!变格 ματιά的变格 单数 复数 主格 ματιά • ματιές • 属格 ματιάς • ματιών • 宾格 ματιά • ματιές • 呼格 ματιά • ματιές • 相关词汇 μάτι n (máti, “眼”) μάτια n pl (mátia, “双眼”)