μέταλλο
希腊语
名词
μέταλλο (métallo) n(复数 μέταλλα)
变格
μέταλλο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | μέταλλο • | μέταλλα • |
属格 | μετάλλου • | μετάλλων • |
宾格 | μέταλλο • | μέταλλα • |
呼格 | μέταλλο • | μέταλλα • |
参考资料
- μέταλλο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.