λεωφόρος
希腊语
名词
λεωφόρος (leofóros) f(复数 λεωφόροι)
变格
λεωφόρος的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | λεωφόρος • | λεωφόροι • |
属格 | λεωφόρου • | λεωφόρων • |
宾格 | λεωφόρο • | λεωφόρους • |
呼格 | λεωφόρε • λεωφόρο • | λεωφόροι • |
相关词汇
- λεωφορείο n (leoforeío, “巴士,公交车”)
λεωφόρος (leofóros) f(复数 λεωφόροι)
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | λεωφόρος • | λεωφόροι • |
属格 | λεωφόρου • | λεωφόρων • |
宾格 | λεωφόρο • | λεωφόρους • |
呼格 | λεωφόρε • λεωφόρο • | λεωφόροι • |