λακκάκι 希腊语 词源 λάκκος (lákkos, “坑,洞”) + -άκι (-áki) 发音 IPA(帮助):/laˈka.ci/名词 λακκάκι (lakkáki) n(复数 λακκάκια) 单词 λάκκος (lákkos) 之指小词 酒窝变格 λακκάκι的变格 单数 复数 主格 λακκάκι • λακκάκια • 属格 — — 宾格 λακκάκι • λακκάκια • 呼格 λακκάκι • λακκάκια •