κράνος 希腊语 名词 κράνος (krános) n(复数 κράνη) (非作战用的) 头盔变格 κράνος的变格 单数 复数 主格 κράνος • κράνη • 属格 κράνους • κρανών • 宾格 κράνος • κράνη • 呼格 κράνος • κράνη • 有不符合语法规则的复数形κράνοι。 近义词 κάσκα f (káska) (较少用) 〈军〉 περικεφαλαία f (perikefalaía)相关词汇 κρανίο n (kranío, “颅骨,头骨”)