κράμα 希腊语 名词 κράμα (kráma) n(复数 κράματα) (冶金学) 合金 混合变格 κράμα的变格 单数 复数 主格 κράμα • κράματα • 属格 κράματος • κραμάτων • 宾格 κράμα • κράματα • 呼格 κράμα • κράματα • 参见 αμάλγαμα n (amálgama, “汞齐”)