κουνέλα 希腊语 名词 κουνέλα (kounéla) f 雌兔 (比喻, 贬义) 多次生育的女性变格 κουνέλα的变格 单数 复数 主格 κουνέλα • κουνέλες • 属格 κουνέλας • κουνελών • 宾格 κουνέλα • κουνέλες • 呼格 κουνέλα • κουνέλες • 相关词汇 参见:κουνέλι (kounéli)