κουμπί
希腊语
词源
名词
κουμπί (koumpí) n(复数 κουμπιά)
变格
κουμπί的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | κουμπί • | κουμπιά • |
属格 | κουμπιού • | κουμπιών • |
宾格 | κουμπί • | κουμπιά • |
呼格 | κουμπί • | κουμπιά • |
近义词
- (纯正希腊语) κομβίον n (komvíon)
同类词汇
- αθηλύκωτος (athilýkotos, “没有纽扣的”)
派生词
- ακούμπωτος (akoúmpotos, “未扣上的”)
- κουμπότρυπα f (koumpótrypa, “纽扣孔”)
- τα κουμπιά της Αλέξαινας (ta koumpiá tis Aléxainas, “这就是问题所在之处”)
- κουμπώνω (koumpóno, “扣紧”)