κοπτήρας
希腊语
名词
κοπτήρας (koptíras) m(复数 κοπτήρες)
变格
κοπτήρας的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | κοπτήρας • | κοπτήρες • |
属格 | κοπτήρα • | κοπτήρων • |
宾格 | κοπτήρα • | κοπτήρες • |
呼格 | κοπτήρα • | κοπτήρες • |
相关词汇
- κόπτης m (kóptis, “切割用的工具”)
- κόπτρια m (kóptria, “切割皮革、织物的人”)