καπνιστής
希腊语
词源
καπν- (kapn-, “吸烟”) + -ιστής (-istís, 表示人的后缀)。最早见于1873年。
名词
καπνιστής (kapnistís) m(复数 καπνιστές,阴性 καπνίστρια)
变格
καπνιστής的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | καπνιστής • | καπνιστές • |
属格 | καπνιστή • | καπνιστών • |
宾格 | καπνιστή • | καπνιστές • |
呼格 | καπνιστή • | καπνιστές • |
相关词汇
- 参见:καπνίζω (kapnízo, “冒烟,烟熏;吸烟”)
形容词
καπνιστής (kapnistís)