καμήλα 希腊语 词源 源自古希腊语 κάμηλος (kámēlos)。 发音 IPA(帮助):[kaˈmila]名词 καμήλα (kamíla) f(复数 καμήλες) 骆驼 (口语, 贬义) 老母牛变格 καμήλα的变格 单数 复数 主格 καμήλα • καμήλες • 属格 καμήλας • καμήλων • 宾格 καμήλα • καμήλες • 呼格 καμήλα • καμήλες • 重音位置不同的καμηλών也常用。 参见 βακτριανή f (vaktrianí, “双峰驼”) δρομάδα f (dromáda, “单峰驼”)