κάρβουνο是什么意思_κάρβουνο读音|解释_κάρβουνο同义词|反义词

κάρβουνο

希腊语

词源

源自中古希腊语 κάρβουνον (kárbounon),源自通用希腊语 κάρβων (kárbōn),源自拉丁语 carbo ()

名词

κάρβουνο (kárvounon(复数 κάρβουνα

  1. 煤炭
    近义词: άνθρακας (ánthrakas)γαιάνθρακας (gaiánthrakas)
  2. 木炭

变格

相关词汇

  • 参见:καβουρντίζω (kavourntízo, )

拓展阅读

  •   κάρβουνο在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el